- πρόθεμα
- το, ΝΜΑ, πρόθημα Ν [προτίθημι]νεοελλ.φωνήεν που τίθεται στην αρχή ορισμένων λέξεων, χωρίς να σχετίζεται με το θέμα τους, όπως λ.χ. ἀ-μείβω, ὄ-νομα, ἐ-ρετμός στην αρχαία Ελληνική ή α-μάχη, α-τσίγγανος κ.ά. στη νέα Ελληνική, που αρχίζουν από σύμφωνο ή από συμφωνικό σύμπλεγμαμσν.-αρχ.δημόσια ειδοποίηση ή διαταγή, διάταγμααρχ.1. πρόγραμμα·2. θεμέλιο, βάση, υπόβαθρο3. πυροστάτης ή προφυλακτήρας για τα βλήματα.
Dictionary of Greek. 2013.